- πεντάγωνα
- πεντάγωνοςpentagonalneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωδεκάεδρο — Στερεό που έχει δώδεκα έδρες. Αν οι έδρες αυτές είναι κανονικά πεντάγωνα και οι στερεές γωνίες τους είναι ίσες μεταξύ τους, τότε το δ. ονομάζεται κανονικό. Ανάμεσα στα άπειρα πολύεδρα του χώρου, υπάρχουν πέντε κανονικά. To κανονικό δ. είναι ένα… … Dictionary of Greek
English words of Greek origin — The Greek language has contributed to the English vocabulary in three ways: #directly as an immediate donor, #indirectly through other intermediate language(s), as an original donor (mainly through Latin and French), and #with modern coinages or… … Wikipedia
κουκουρβιτίδες — (cucurbitaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 90 γένη και 700 είδη. Πρόκειται για αναρριχώμενα ή έρποντα φυτά που χαρακτηρίζονται από πεντάγωνα στελέχη και έλικες. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή και, συνήθως,… … Dictionary of Greek
πολύεδρο — Κάθε σχήμα του χώρου, που περατώνεται σε επίπεδα πολύγωνα. Κάθε τέτοιο πολύγωνο λέμε ότι είναι μια έδρα του π. Κάθε κορυφή και κάθε πλευρά έδρας λέμε αντίστοιχα ότι είναι κορυφή και ακμή του π. Ο αριθμός των εδρών κάθε π. είναι μεγαλύτερος ή ίσος … Dictionary of Greek